- παρεισδύω
- ΝΜΑ και παρεισδύνω ΜΑεισέρχομαι χωρίς να γίνω αντιληπτός ή με επιτηδειότητα και δόλο ή κατά λάθοςαρχ.1. εισδύω και βαθμηδόν εξαπλώνομαι («παρεισέδυ εἰς τὴν πόλιν ἀργύρου καὶ χρυσοῡ ζῆλος», Πλούτ.)2. εισέρχομαι στο βάθος τών νοημάτων, κατανοώ («τὰς γνώμας παρεισδύνειν»).
Dictionary of Greek. 2013.