παρεισδύω

παρεισδύω
ΝΜΑ και παρεισδύνω ΜΑ
εισέρχομαι χωρίς να γίνω αντιληπτός ή με επιτηδειότητα και δόλο ή κατά λάθος
αρχ.
1. εισδύω και βαθμηδόν εξαπλώνομαι («παρεισέδυ εἰς τὴν πόλιν ἀργύρου καὶ χρυσοῡ ζῆλος», Πλούτ.)
2. εισέρχομαι στο βάθος τών νοημάτων, κατανοώ («τὰς γνώμας παρεισδύνειν»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • παρείσδυση — η / παρείσδυσις, ύσεως ΝΜΑ [παρεισδύω] η διείσδυση, η παρείσφρηση αρχ. 1. άνοιγμα, μέρος που οδηγεί σε είσοδο 2. οπή, ρωγμή 3. τρόπος, μέσο εισόδου 4. υπεκφυγή …   Dictionary of Greek

  • παρεισδύνω — βλ. παρεισδύω …   Dictionary of Greek

  • υποικουρώ — έω, Α 1. (αμτβ.) α) μένω στο σπίτι κρυμμένος β) μτφ. ενυπάρχω χωρίς να φαίνομαι («μῑσος τὸ ὑποικουροῡν», Ιώσ.) 2. (μτβ.) α) ασχολούμαι με κάτι ή μηχανεύομαι κάτι κρυφά, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός β) διαπλέκω μηχανορραφίες γ) ασκώ μυστική επιρροή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”